- χροιῇσι
- χροιάsign.fem dat pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύστικτος — εὔστικτος, ον (ΑΜ) μσν. καθαρά, με σαφήνεια σημαδεμένος («τῶν χρόνων εὔστικτα σημεῑα») αρχ. με ποικιλία χρωμάτων («εὐστίκτῃσι περὶ χροιῇσι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στικτος (< στίζω «σημαδεύω»), πρβλ. κατά στικτος, λευκό στικτος] … Dictionary of Greek